-
1 удовлетворение
η ικανοποίησηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > удовлетворение
-
2 удовлетворение
-я ουδ.1. ικανοπιίηση•потребностей ικανοποίηση των αναγκών.
2. ευχαρίστηση•он выслушал ответ с полным -ем αυτός άκουσε την απάντηση με πλήρη ευχαρίστηση.
3. εφοδιασμός, προμήθευση.4. παλ. (για μονομαχία) ικανοποίηση•требовать ζητώ ικανοποίηση.